- οἰνῶπα
- οἰνώψmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰνωπά — οἰνωπός ruddy complexioned neut nom/voc/acc pl οἰνωπά̱ , οἰνωπός ruddy complexioned fem nom/voc/acc dual οἰνωπά̱ , οἰνωπός ruddy complexioned fem nom/voc sg (doric aeolic) οἰνωπός ruddy complexioned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνωπάς — οἰνωπά̱ς , οἰνωπός ruddy complexioned fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύιος — εὔιος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.) 2. ως κύριο όν. Εὔιος Βάκχος 3. ως επίθ. εὔιος, ον βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω] … Dictionary of Greek
οινώψ — Πατέρας του ήρωα της αρχαίας Θήβας Υπέρβιου, που σκότωσε το θρυλικό γίγαντα Ιππομέδοντα, στον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. * * * οἰνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ* («τᾱσδ ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek